- στίλπνωση
- η, Νστίλβωση, στίλβωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στιλπνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. στίλπνωσις, μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλπνωτικός — ή, όν, Μ [στιλπνῶ] κατάλληλος για στίλπνωση, στίλβωτικός, καλλωπιστικός … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek